δεραιον

δεραιον
    δέραιον
    τό
    1) ошейник Xen.
    2) pl. ожерелье Eur., Men.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "δεραιον" в других словарях:

  • δέραιον — δέραιον, το (Α) 1. περιδέραιο 2. περιλαίμιο («κυνῶν δὲ κόσμος δέραια, ἰμάντες», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δέραιον κατ απόσπασιν από το σύνθετο περιδέραιον, τού οποίου αποτελούσε το β συνθετικό] …   Dictionary of Greek

  • δέραιον — necklace neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεραίοις — δέραιον necklace neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεραίου — δέραιον necklace neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεραίων — δέραιον necklace neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέραια — δέραιον necklace neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεραιοπέδη — δεραιοπέδη, η (Α) η δεροπέδη, το περιδέραιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέραιον + πέδη «ο δεσμός, το δέσιμο» (πρβλ. ιστοπέδη, ισχνοπέδη)] …   Dictionary of Greek

  • δεραιούχος — δεραιούχος, ον (Α) αυτός που συγκρατεί, που σφίγγει τον λαιμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέραιον + ουχος < έχω (πρβλ. πηδαλιούχος, πρυμνούχος)] …   Dictionary of Greek

  • υποδέραιο — το / ὑποδέραιον, ΝΜΑ, και ὑποδείριον Α νεοελλ. λουρί κάτω από τον λαιμό τού αλόγου, το οποίο συγκρατεί την κορυφαία, την κεφαλαρία μσν. λουρί τής πανοπλίας για τον λαιμό μσν. αρχ. γυναικείο κόσμημα τού λαιμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δειρή / δέρη …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»